Βιοχημικός έλεγχος του σπέρματος

Τι είναι ο βιοχημικός έλεγχος του σπέρματος;

Ο βιοχημικός έλεγχος του σπέρματος αφορά την εξέταση άλλων παραμέτρων του σπέρματος εκτός των σπερματοζωαρίων. Το σπερματικό υγρό περιέχει μία σειρά ουσιών που εκκρίνονται από τα επικουρικά σεξουαλικά όργανα που περιλαμβάνουν κυρίως τον προστάτη, τις σπερματοδόχες κύστεις και τις επιδιδυμίδες. Οι ουσίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή φυσιολογία του σπέρματος και επικουρικά συνεισφέρουν σημαντικά στην επιβίωση των σπερματοζωαρίων στα πρώτα λεπτά (30-60 λεπτά) μέσα στον κόλπο της γυναίκας. Ο προστάτης παράγει πληθώρα ουσιών, ωστόσο, η λειτουργία μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά με τη μέτρηση των επιπέδων ψευδαργύρου (Zink ή Zn) στο σπερματικό υγρό. Ένας αξιόπιστος δείκτης της λειτουργία των σπερματοδόχων κύστεων είναι η μέτρηση των επιπέδων φρουκτόζης, ενώ η λειτουργία των επιδιδυμίδων ελέγχεται αποτελεσματικά με τη μέτρηση των επιπέδων της ουδέτερης γλουκοσιδάσης.

Πότε γίνεται;

Ο έλεγχος των παραπάνω ουσιών είναι απαραίτητος, όταν υπάρχει υποψία απόφραξης της αποχετευτικής οδού του σπέρματος ή αγενεσίας (κληρονομική πάθηση κατά την οποία οι αποχετευτικές οδοί του σπέρματος δεν υπάρχουν). Επίσης, ο θεράπων ιατρός μπορεί να ζητήσει τις παραπάνω εξετάσεις, όταν υπάρχει πιθανότητα δυσλειτουργίας των επικουρικών αδένων, κυρίως εάν ο άντρας έχει ιστορικό αλλεπάλληλων ή σοβαρών λοιμώξεων στο κατώτερο ουροποιητικό και γενετικό σύστημα. Τέλος, σε επιλεγμένες περιπτώσεις ιδιοπαθούς (ανεξήγητης) υπογονιμότητας, όταν οι υπόλοιπες παράμετροι του σπέρματος είναι φυσιολογικές, ο άντρας θα πρέπει να ελεγχθεί και ως προς τις βιοχημικές παραμέτρους του σπέρματος.

Ποια είναι η απαραίτητη προετοιμασία για την εξέταση;

Για τη σωστή λήψη δείγματος απαιτείται αποχή από εκσπερμάτιση 2-7 ημέρες. Οι επικουρικοί σεξουαλικοί αδένες παράγουν τις εκκρίσεις τους με αυξανόμενο ρυθμό κατά τη διάρκεια του σεξουαλικού ερεθισμού. Όσο μεγαλύτερο και εντονότερο είναι το σεξουαλικό ερέθισμα, τόσο καλύτερες ποιοτικά και ποσοτικά είναι οι παραγόμενες εκκρίσεις. Επομένως, η δειγματοληψία ύστερα από σεξουαλικό παιχνίδι θα έχει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα από τις μετρήσεις που θα γίνουν σε δείγμα σπέρματος ύστερα από αυνανισμό στο εργαστήριο.

Παρουσία λοιμώξεων στο κατώτερο ουροποιογενετικό σύστημα, όπως ορχεο-επιδιδυμίτιδα, φλεγμονή των σπερματοδόχων κύστεων και προστατίτιδα, θα αλλοιώσουν τα αποτελέσματα, γι’ αυτό πρέπει πρώτα να θεραπευτούν, πριν προχωρήσει ο άντρας στην εξέταση. Παρομοίως, επεμβατικές πράξεις στην περιοχή, όπως αφαίρεση του ενός όρχεως (π.χ. λόγω κακοήθειας), βιοψία όρχεως, λήψη σπέρματος από την επιδιδυμίδα, βιοψία προστάτη κ.ά., πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τον θεράποντα ιατρό και να συνεκτιμώνται.

Ποια είναι η διαδικασία της εξέτασης;

Η εκτίμηση των βιοχημικών παραμέτρων του σπέρματος γίνεται ταυτόχρονα με την εκτίμηση των σπερματοζωαρίων στο εργαστήριο με ειδικές τεχνικές. Ο σωστός τρόπος λήψης του δείγματος περιγράφεται αναλυτικά στην εξέταση «σπερμοδιάγραμμα». Και πάλι η συλλογή όλου του δείγματος είναι σημαντική για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Τα βιοχημικά χαρακτηριστικά του σπέρματος καθορίζονται κυρίως από την ποσότητα του σπέρματος που βγαίνει τελευταίο κατά την εκσπερμάτιση.

Ποια είναι τα αποτελέσματα της εξέτασης;

  • Ο ψευδάργυρος πρέπει να έχει τιμή ίση ή μεγαλύτερη από 2,4 μmol/εκσπερμάτιση. Σε χαμηλότερες τιμές, η εξέταση επαναλαμβάνεται. Επαναλαμβανόμενη τιμή ψευδαργύρου μικρότερη από το παραπάνω όριο σημαίνει δυσλειτουργία του προστάτη αδένα ή απόφραξη των εκφορητικών οδών του.
  • Η ποσότητα της φρουκτόζης στο σπέρμα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 13 μmol/εκσπερμάτιση. Επαναλαμβανόμενες μετρήσεις που αποδεικνύουν χαμηλά επίπεδα φρουκτόζης στο σπέρμα σημαίνουν δυσλειτουργία ή απόφραξη-αγενεσία των σπερματοδόχων κύστεων.
  • Η ουδέτερη γλουκοσιδάση πρέπει να έχει τιμές ίσες ή μεγαλύτερες από 20 mU/εκσπερμάτιση. Επαναλαμβανόμενες μετρήσεις που αποδεικνύουν χαμηλά επίπεδα ουδέτερης γλουκοσιδάσης στο σπέρμα σημαίνουν δυσλειτουργία-απόφραξη των επιδιδυμίδων ή απόφραξη-αγενεσία των σπερματικών πόρων που μεταφέρουν το σπέρμα από τις επιδιδυμίδες προς την ουρήθρα           

Η δυσλειτουργία των παραπάνω επικουρικών σεξουαλικών αδένων μπορεί να οφείλεται και σε εξωτερικούς από αυτούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα έλλειψη ανδρογόνων (και κυρίως τεστοστερόνης), υποσιτισμός, αβιταμίνωση κ.ά..