Πέος
Το πέος είναι το εξωτερικό γεννητικό όργανο κι έχει διπλή λειτουργία, τόσο για την ούρηση όσο και για την εξώθηση σπέρματος.
Εξωτερικά, το πέος περιβάλλεται από δέρμα, το οποίο ονομάζεται πόσθη. Η πόσθη δημιουργεί προς τα εμπρός μία διπλή προσεκβολή, η οποία και ονομάζεται ακροποσθία. Η ακροποσθία, η άκρη δηλαδή της πόσθης, καλύπτει τη βάλανο. Όταν η ακροποσθία κλείσει, τότε μιλάμε για φίμωση, παθολογική κατάσταση που αντιμετωπίζεται χειρουργικά με μία επέμβαση που λέγεται περιτομή.
Τα σηραγγώδη σώματα
Κάτω από το δέρμα της πόσθης, βρίσκονται τα 2 σηραγγώδη σώματα, τα οποία μπορούν να παρομοιαστούν με 2 κυλίνδρους που γεμίζουν με αίμα και προκαλούν τη στύση. Τα σηραγγώδη σώματα διαχωρίζονται κοντά στο σημείο ένωσης του πέους με το ανθρώπινο σώμα και τα 2 σκέλη που προκύπτουν από τον διαχωρισμό τους περιβάλλονται από τους ισχιοσηραγγώδεις μυς του περινέου, με τους οποίους προσφύονται στην ηβική σύμφυση της λεκάνης. Η σύσπαση αυτών των μυών προκαλεί τη σκληρή άκαμπτη στύση που μπορεί να διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα.
Τα δύο σηραγγώδη σώματα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ένα σώμα, ενώ ένα ινώδες διάφραγμα τα διαχωρίζει σε δεξιό και αριστερό. Το ινώδες αυτό διάφραγμα σταματά στο περιφερικό τριτημόριο του πέους, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία των 2 σηραγγωδών σωμάτων. Μαζί ενωμένα σχηματίζουν ενιαίο κύλινδρο, που καλύπτεται από έναν ισχυρό λευκό προστατευτικό χιτώνα, τον ινώδη χιτώνα. Αυτός παίζει σημαντικό ρόλο στη στύση, αφού συμμετέχει τόσο στην σκληρότητα του πέους όσο και στο σχήμα του. Ατελής ανάπτυξη του ινώδη χιτώνα ή τραυματισμός του κατά την επαφή έχει ως επακόλουθο τις γνωστές κάμψεις του πέους. Εάν οφείλεται σε ατελή ανάπτυξη στην παιδική ηλικία, λέγεται συγγενής κάμψη του πέους, ενώ, εάν οφείλεται σε τραυματισμό, λέγεται νόσος του Peyronié. Και στις 2 περιπτώσεις, η αντιμετώπιση των κάμψεων είναι χειρουργική.
Το σπογγώδες σώμα της ουρήθρας
Κάτω από τα 2 σηραγγώδη σώματα βρίσκεται ο τρίτος κύλινδρος του πέους, το σπογγώδες σώμα της ουρήθρας. Αυτό περιβάλλεται στη βάση του από τον βολβοσηραγγώδη μυ. Η σύσπαση αυτού του μυός ευθύνεται για την προώθηση και έξοδο του σπέρματος κατά την εκσπερμάτιση. Το σπογγώδες σώμα στην κορυφή του πέους μορφοποιεί τη βάλανο που περιβάλλει τα σηραγγώδη σώματα και έτσι τα προστατεύει από τραυματισμούς κατά την επαφή. Στην ουσία, η βάλανος παίζει ένα ρόλο «αμορτισέρ», ώστε να απορροφά τις πιέσεις και να αποφεύγεται ο πόνος κατά την σεξουαλική επαφή.
Το σπογγώδες σώμα της ουρήθρας περιβάλλει την ουρήθρα, έναν σωλήνα από μυϊκές ίνες που καταλήγει στο έξω στόμιο και εξυπηρετεί τόσο την ούρηση όσο και την εκσπερμάτιση. Κάθε τραυματισμός της ουρήθρας μπορεί να προκαλέσει στένωμα, με αποτέλεσμα δυσκολίες στην ούρηση. Τα στενώματα τις ουρήθρας αντιμετωπίζονται είτε με διαστολές με ειδικά εργαλεία ή καθετήρες είτε χειρουργικά, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, με διουρηθρικές ή ανοικτές επεμβάσεις.
Ο μηχανισμός της στύσης
Εσωτερικά από τον ινώδη χιτώνα, τα σηραγγώδη σώματα δίνουν την εικόνα σφουγγαριού και ιστολογικά συνίστανται από πολυάριθμες δοκίδες και λείες μυϊκές ίνες, σχηματίζοντας πολλαπλά κενοτόπια που επικοινωνούν μεταξύ τους, τους αιματικούς κόλπους. Η στύση ξεκινά με τα ερωτικά ερεθίσματα που μέσω των νεύρων του πέους προκαλούν χαλάρωση των λείων μυϊκών ινών των αιματικών κόλπων, με αποτέλεσμα αύξηση της αρτηριακής παροχής στο πέος. Αυτή η παροχή αίματος γίνεται μέσω των 2 σηραγγωδών αρτηριών.
Κεντρικά, σε κάθε σηραγγώδες σώμα υπάρχει η σηραγγώδης αρτηρία που εξασφαλίζει τη βασική παροχή αίματος κατά τη στύση. Η αρτηρία αυτή διακλαδίζεται σε πολλές μικρές αρτηρίες σε σχήμα ελίκων, τις ελικοειδείς αρτηρίες. Καθεμιά από αυτές καταλήγει σε έναν αιματικό κόλπο, τον οποίο γεμίζει με αίμα κατά την στύση. Οποιαδήποτε αλλοίωση ή απόφραξη του αρτηριακού δικτύου, όπως σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, υπερχοληστεριναιμία, προκαλεί αρτηριακή ανεπάρκεια και επομένως αγγειακή στυτική δυσλειτουργία, που εκδηλώνεται ως αδυναμία να πετύχει ο άντρας σκληρή στύση.
Η αρτηριακή παροχή δεν επαρκεί για την επίτευξη της στύσης. Χρειάζεται συγχρόνως να κλείσει και το φλεβικό δίκτυο, που αντίστοιχα με τις αρτηρίες ξεκινά με μικρές φλέβες από κάθε αιματικό κόλπο. Οι μικρές αυτές φλέβες ενώνονται σε μεγαλύτερες που πορεύονται ανάμεσα στον μαλακό στυτικό ιστό και τον σκληρό ινώδη χιτώνα. Η αύξηση της πίεσης μέσα στους αιματικούς κόλπους συμπιέζει τις φλέβες πάνω στον σκληρό ινώδη χιτώνα. Έτσι, το φλεβικό δίκτυο κλείνει, με συνέπεια να έχουμε είσοδο αίματος στα σηραγγώδη, αλλά όχι έξοδο. Ο μηχανισμός αυτός εγκλωβισμού του αίματος στο πέος λέγεται μηχανισμός σύγκλεισης του φλεβικού δικτύου. Τυχόν βλάβη του μηχανισμού αυτού, απο τα ίδια αίτια που προκαλούν και την απόφραξη των αρτηριών, προκαλεί φλεβική διαφυγή, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία διατήρησης της στύσης, δηλαδή, ενώ πετυχαίνει ο άντρας στύση, αυτή χάνεται πριν από την εκσπερμάτιση.